Υπόβαθρο

Σύμφωνα με το EuroStat (1η Ιανουαρίου 2018), στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ η πλειονότητα των αλλοδαπών είναι πολίτες τριτοκοσμικών χωρών που είναι νεότεροι από τον γηγενή πληθυσμό, με τους μισούς μετανάστες να έχουν ηλικία κάτω των 28 ετών. Με άλλα λόγια, ένα νεότερο εργατικό δυναμικό φτάνει στην παλαιότερη ευρωπαϊκή αγορά εργασίας.

Σύμφωνα με τον οργανισμό OECD, το 11-12% των μεταναστών έχουν πολύ χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, σε σύγκριση με το 7 και το 5% των αυτοχθόνων. Όταν είναι άνεργοι, οι μετανάστες είναι γενικά λιγότερο πιθανό να λάβουν επιδόματα ανεργίας από τους γηγενείς. Επιπλέον, σχεδόν ένας στους τέσσερις οικονομικά ανενεργούς μετανάστες επιθυμεί να εργαστεί, σε σύγκριση με έναν στους έξι μεταξύ των αυτοχθόνων σε ολόκληρη την ΕΕ. Σύμφωνα με πληροφορίες, η πλειονότητα των μεταναστών αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες στην κάλυψη των βασικών αναγκών σε τρόφιμα και στέγαση, και αισθάνεται μειονεκτική σε σύγκριση με τους ντόπιους, ιδίως εκείνους που έχουν φτάσει στην ΕΕ πρόσφατα και δεν έχουν νομικά έγγραφα ή τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η γήρανση είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Σύμφωνα με τον OECD (2013), από το 1980 μέχρι σήμερα, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών αυξήθηκε από 380 εκατομμύρια σε πάνω από 760 εκατομμύρια, ενώ τα Ηνωμένα Έθνη και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) (2007) προβλέπουν ότι ο αριθμός αυτός θα φθάσει τα 2 δισεκατομμύρια έως το 2050, αντιπροσωπεύοντας το 15-18% των κατοίκων του πλανήτη.

Η γήρανση του πληθυσμού θα μεταμορφώσει τις κοινωνίες μας και θα απαιτήσει σημαντική προσπάθεια όχι μόνο από το κράτος αλλά και από οικογένειες και άτομα. Σύμφωνα με την παγκόσμια έκθεση γήρανσης του ΠΟΥ (2016), τα συστήματα υγείας πρέπει να προσαρμοστούν στους ηλικιωμένους πληθυσμούς που εξυπηρετούν σε όλο και μεγαλύτερο ποσοστό, αφού “Στον 21ο αιώνα καμία χώρα δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά χωρίς να έχει ένα ολοκληρωμένο σύστημα μακροχρόνιας περίθαλψης”. Οι πληθυσμιακές και κοινωνικές τάσεις σημαίνουν ότι δεν είναι πλέον εφικτό, βιώσιμο ή δίκαιο για τους πολιτικούς υπεύθυνους να αφήσουν αυτή την ευθύνη μόνο στις οικογένειες. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να θεσπίσουν μηχανισμούς για να διασφαλίσουν την ποιότητα της περίθαλψης που θα μπορούσε να ανατεθεί σε ιδιωτικούς φροντιστές ή ιδρύματα.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, σε χώρες που το ποσοστό της γήρανσης αυξάνεται συνεχώς (π.χ. Ιταλία, Ιαπωνία) ή αντίστοιχα υπάρχει έλλειψη ιθαγενών φροντιστών, έχουν δημιουργηθεί κρατικά σχέδια και προγράμματα φροντίδας, στα οποία οι συμμετέχοντες μετανάστες εκπαιδεύονται για να αποκτήσουν θεώρηση εργασίας και να εργαστούν στο χώρο φροντίδας ασθενών.